- ὑπερβολή
- ὑπερβολήa throwing beyondfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπερβολῇ — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
υπερβολή — η 1. η διάβαση πάνω από κάτι, η υπέρβαση: Η υπερβολή του λόφου. 2. μτφ., το υπερβολικό, η ακρότητα: Υπερβολή φιλοτιμίας. 3. μτφ., η μεγαλοποίηση των πραγμάτων: Αυτό που λες είναι υπερβολή. 4. (μαθημ.), γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερβολῆι — ὑπερβολῇ , ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολαῖς — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολαί — ὑπερβολή a throwing beyond fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολᾶς — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολᾷ — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολῆς — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολέων — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)